- διακριβολογεομαι
- διακριβολογέομαιδι-ακρῑβολογέομαιвсесторонне обсуждать, внимательно исследовать
(περί τινος Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(περί τινος Plat.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διακριβολογεῖσθαι — διακριβολογέομαι inquire minutely pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριβολογησάμενος — διακριβολογέομαι inquire minutely aor part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακριβολογουμένους — διακριβολογέομαι inquire minutely pres part mp masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)